Ο όρος γρίπη χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη για να αναφερθεί στις λοιμώξεις που μοιάζουν με γρίπη αναφέρονται όμως στα απλά κρυολογήματα.
Το κρυολόγημα όμως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική γρίπη. Προκαλείται συνήθως από μέχρι και άνω των 30 διαφορετικών παθογόνων όπως π.χ. ρινοϊούς και ανθρώπινους εποχικούς κοροναϊούς.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πονόλαιμο, καταρροή και βήχα και πιο σπάνια υψηλή θερμοκρασία ή πυρετό. Γενικά δεν υπάρχουν εμβόλια κατά των ιών του κρυολογήματος εν αντιθέση με την πραγματική γρίπη. Ακόμα κι αν τα συμπτώματα είναι παρόμοια, χαρακτηριστικό για την πραγματική γρίπη είναι η ξαφνική εμφάνιση αδιαθεσίας με πυρετό, πονόλαιμο και ξηρό βήχα, που συνοδεύεται από μυϊκό πόνο, πόνο στα άκρα, πόνο στην πλάτη ή πονοκέφαλο. Οι άρρωστοι αισθάνονται πολύ αδύναμοι και σε μη περιπλεγμένα περιστατικά τα συμπτώματα διαρκούν περίπου 5 έως 7 ημέρες.
Την τυπική πορεία της γρίπης μπορούμε να την δούμε να εμφανίζεται μόνο στο ένα τρίτο των ατόμων που έχουν μολυνθεί. Στο άλλο τρίτο, η γρίπη είναι πιο ήπια και χωρίς πυρετό και στο ένα τρίτο δεν δείχνει σχεδόν καθόλου σημάδια ασθένειας, αλλά μπορεί να μολύνει άλλους. Οι σοβαρές, κάποιες φορές και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές από τη γρίπη παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο, ειδικά για άτομα με υποκείμενα νοσήματα, έγκυες γυναίκες και ηλικιωμένους.
Η πνευμονία θεωρείται η πιο συχνή επιπλοκή. Μολύνσεις του μέσου ωτός μπορεί επίσης να αναπτυχθούν και κυρίως σε παιδιά. Σπάνια, μπορεί να εμφανιστεί και κάποιο είδος φλεγμονής του εγκεφάλου ή του καρδιακού μυός. Δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε τη γρίπη, το COVID-19 ή το κρυολόγημα με βάση μόνο τα συμπτώματα.
Είναι σημαντικό οι γιατροί μας να γνωρίζουν ποιοι ιοί κυκλοφορούν την συγκεκριμένη εποχή και να ενημερώνουν τον πληθυσμό. Για άτομα με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής εξέλιξης της νόσου, συνιστώνται εργαστηριακές διαγνώσεις για τον SARS-CoV-2 και τους ιούς της γρίπης σε περίπτωση οξέων αναπνευστικών συμπτωμάτων.